-
1 ἴδη
A timber-tree, in pl.,χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής Hdt.1.110
;ὄρεα.. ἴδῃσι παντοίῃσι συνηρεφέα Id.7.111
, cf. 4.109, 175: in sg., wood, ἐν τῇ ἴδῃ τῇ πλείστῃ in the thick of the wood, Id.4.109;ἴδαν ἐς πολύδενδρον Theoc.17.9
; ἴδη ναυπηγήσιμος timber for.., Hdt.5.23: never in [dialect] Att.: also in late Prose, Philostr. Dial.2, VA3.4(s.v.l.).II pr. n., [full] Ἴδη, Ida, i.e. the wooded hill,1 in the Troad, Il.2.821, etc.: Adv. [full] Ἴδηθεν, from Ida, 4.475; [full] Ἴ. μεδέων ruling from I., 3.276:—Adj. [full] Ἰδαῖος, α, ον ([dialect] Aeol. [full] Ἴδαος as pr.n., Sapph.Supp. 20a.3),Ζεύς Il.16.605
;ὄρεα 8.170
, etc.; Ἰ. ῥίζα, a plant, Ruscus Hypoglossum, Dsc.4.44: also Ἰδαία alone,= δάφνη Ἀλεξάνδρεια, ib.145: Ἰ. Δάκτυλοι, prop. 'dwarfs of the forest', Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., Hellanic.89 J., etc.; but Ἰ. δάκτυλος is a name for one of the fingers, PMag.Lond.46.455.2 in Crete, D.P.502, Paus.5.7.6.------------------------------------ἴδη, ἡ, -
2 ἴδᾱ
ἴδᾱ, ἡ, ion. ἴδη, s. nom. pr.; – auch als Appellativum, Waldgebirge, Waldung, χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής, Her. 1, 110 u. öfter; ἴδη ναυπηγήσιμος 5, 23; ἴδαν ἐς πολύδενδρον Theocr. 17, 9.
См. также в других словарях:
ίδη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κορύβαντα και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Λυκάστη. Ήταν μητέρα του Μίνωα του νεότερου, βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης. 2. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Μαζί με την αδελφή της Αδράστεια… … Dictionary of Greek